μοντεράτο

μοντεράτο
μουσ. όρος τής ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν μέτρια ταχύτητα στην εκτέλεσή τους, δηλ. ούτε αργή ούτε γρήγορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moderato < ρ. moderare «μετριάζω» (< λατ. moderatus, μτχ. τού moderare «μετριάζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”